- κωπεώνας
- ο (Α κωπεών, -ῶνος)νεοελλ.1. χώρος όπου φυλάγονται κουπιά2. συνεργείο για κατασκευή κουπιώναρχ.κωπεύς*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + περιληπτ. κατάλ. -εών (πρβλ. ανθ-εών, κεγχρ-εών)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.